- ἐπιείκελος
- ἐπι-είκελος (ϝείκελος): like to; θεοῖς, άθανάτοισιν, Α 2, Il. 9.485.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
επιείκελος — ἐπιείκελος, ον (Α) ο εντελώς όμοιος, παρόμοιος («θεοῑς ἐπιείκελ’ Ἀχιλλεῦ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + είκελος* «όμοιος» (βλ. και λ. έοικα)] … Dictionary of Greek
ἐπιείκελος — like masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιείκελον — ἐπιείκελος like masc/fem acc sg ἐπιείκελος like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιείκελα — ἐπιείκελος like neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιείκελε — ἐπιείκελος like masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιείκελ' — ἐπιείκελα , ἐπιείκελος like neut nom/voc/acc pl ἐπιείκελε , ἐπιείκελος like masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είκελος — εἴκελος, η, ον (Α) όμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ομηρ. είκελος εμφανίζει παράλληλο τύπο ίκελος* «όμοιος» που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *weik «αληθεύω, ομοιάζω» τών ρημάτων εικάζω*, έοικα*. Το ει τού τύπου είκελος ερμηνεύεται είτε ως αναλογικός σχηματισμός προς… … Dictionary of Greek
επείκελος — ἐπείκελος, ον (Α) αντί επιείκελος* … Dictionary of Greek